pass by



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pass by vi phrasal (go past)περνάω, περνώ ρ αμ
 When Emily was sick, she sat near the window and waved at everyone who passed by.
 Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.
pass by [sth/sb] vtr phrasal insep (go past) (από κάτι, μπροστά από κπ/κτ)περνάω, περνώ ρ αμ
 It's hard to pass by a mirror without looking at your reflection.
 Είναι δύσκολο να περάσεις από έναν καθρέφτη χωρίς να κοιτάξεις το είδωλό σου.
pass by [sth/sb] vtr phrasal insep (ignore, overlook) (μεταφορικά)προσπερνώ ρ μ
  αγνοώ ρ μ
 The shoppers passed by the tomatoes even though they were reduced in price.
 Οι αγοραστές αγνόησαν τις τομάτες παρόλο που είχαν μειωμένη τιμή.
pass [sb] by vtr phrasal sep figurative (go unnoticed by)περνάω απαρατήρητος περίφρ
  διαφεύγω ρ αμ
 Sadly, my brilliant joke passed him by.
 Δυστυχώς το πανέξυπνο αστείο μου πέρασε απαρατήρητο από αυτόν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bypass [sth],
by-pass
vtr
(go around)παρακάμπτω ρ μ
  προσπερνώ ρ μ
 The truck driver bypassed the small towns in order to arrive quicker.
 Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα.
bypass,
by-pass
n
(road around area)περιφερειακός επίθ ως ουσ αρσ
  (συνήθως λόγω έργων)παρακαμπτήριος επίθ ως ουσ θηλ
  παρακαμπτήρια οδός επίθ + ουσ θηλ
 We took the bypass because it's quicker.
 Πήραμε τον περιφερειακό γιατί είναι γρηγορότερος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pass by' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pass by στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pass by».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!